Κολόνα στα πορτογαλικά
Μετάφραση: κολόνα, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
saquear, coluna, rubrica, coluna de, de coluna, da coluna, em coluna
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κολόνα
κολόνα ή κολώνα, κολώνα του σπιτιού, η κολώνα, κολώνα ιουστινιανού, κολόνα λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, κολόνα στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- κολπικός στα πορτογαλικά - vaginal, vaginais, vagina
- κολυμπώ στα πορτογαλικά - rapidamente, nadar, depressa, nadada, boiar, natação, mergulho, ...
- κολύμπι στα πορτογαλικά - natação, nadar, piscina, de natação, a natação
- κομήτης στα πορτογαλικά - cometa, do cometa, comet, cometas, o cometa
Τυχαίες λέξεις
Κολόνα στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: saquear, coluna, rubrica, coluna de, de coluna, da coluna, em coluna
Μεταφράσεις: saquear, coluna, rubrica, coluna de, de coluna, da coluna, em coluna