Κοσμιότητα στα πορτογαλικά

Μετάφραση: κοσμιότητα, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
decência, a decência, decoro, da decência, pudor
Κοσμιότητα στα πορτογαλικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κοσμιότητα

κοσμιότητα λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, κοσμιότητα στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • κοσμήτορας στα πορτογαλικά - decano, negócio, deão, Dean, reitor, reitora
  • κοσμικός στα πορτογαλικά - advogado, acamar, configuração, deitar, estender, mundano, mundana, ...
  • κοσμώ στα πορτογαλικά - adornar, decorar, ornamentar, graça, a graça, carência, grace, ...
  • κοστίζω στα πορτογαλικά - custar, custo, custos, kostizo
Τυχαίες λέξεις
Κοσμιότητα στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: decência, a decência, decoro, da decência, pudor