Κράτος στα πορτογαλικά
Μετάφραση: κράτος, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
exprimir, estabelecer, terra, estado, país, estado de, estatal, estadual, do estado
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κράτος
κράτος παρίας, κράτος και δημόσια πολιτική, κράτος και ομάδες συμφερόντων, κράτος μυθολογία, κράτος ετυμολογία, κράτος λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, κράτος στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- κράτημα στα πορτογαλικά - aperto, moer, maleta, gripe, terra arrendada, segurando, que prende, ...
- κράτηση στα πορτογαλικά - reserva, prisão, reservas, reserva de, de reserva, solo reserva
- κράχτης στα πορτογαλικά - camelô, Barker, ladrador, do ladrador, ladrador do
- κρέας στα πορτογαλικά - medida, âmago, núcleo, vianda, carne, cerne, caroço, ...
Τυχαίες λέξεις
Κράτος στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: exprimir, estabelecer, terra, estado, país, estado de, estatal, estadual, do estado
Μεταφράσεις: exprimir, estabelecer, terra, estado, país, estado de, estatal, estadual, do estado