Λακωνικός στα πορτογαλικά
Μετάφραση: λακωνικός, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
terrorista, lapidar, lacônico, lacônica, lacónico, lacónica, laconic
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: λακωνικός
λακωνικός είναι αυτός που, λακωνικός άνθρωπος, λακωνικός ορισμος, λακωνικός τύπος αγγελιες, λακωνικός λόγος, λακωνικός λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, λακωνικός στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- λαιμός στα πορτογαλικά - garganta, necessidade, electrizar, pescoço, da garganta, na garganta, a garganta
- λακκάκι στα πορτογαλικά - covinha, ondulação, dimple, da ondulação, covinhas
- λαμβάνω στα πορτογαλικά - admitir, topar, aceitar, haver, colher, receba, acolher, ...
- λαμπερά στα πορτογαλικά - brilhante, luminoso, brilhantes, luminosos, branco brilhante
Τυχαίες λέξεις
Λακωνικός στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: terrorista, lapidar, lacônico, lacônica, lacónico, lacónica, laconic
Μεταφράσεις: terrorista, lapidar, lacônico, lacônica, lacónico, lacónica, laconic