Λατρεία στα πορτογαλικά
Μετάφραση: λατρεία, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
idolatrar, preocupação, adorar, preocupar, adoração, afligir, reverenciar, culto, a adoração, o culto
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: λατρεία
λατρεία αφροδίτης, λατρεία της αφροδίτης στην κύπρο, λατρεία για μπισκότα, λατρεία των εικόνων, λατρεία του διονύσου, λατρεία λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, λατρεία στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- λασπώδης στα πορτογαλικά - lama, enlameado, lodo, lamacento, barrento, enlameada, lamacenta
- λαστιχένιος στα πορτογαλικά - esfregar, friccionar, borracha, de borracha, Rubber, borracha de, da borracha
- λατρεύω στα πορτογαλικά - adorar, adoração, idolatrar, afligir, preocupar, preocupação, reverenciar, ...
- λαχανιάζω στα πορτογαλικά - pânico, impar, arfar, latejar, pant, calça, cuecas
Τυχαίες λέξεις
Λατρεία στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: idolatrar, preocupação, adorar, preocupar, adoração, afligir, reverenciar, culto, a adoração, o culto
Μεταφράσεις: idolatrar, preocupação, adorar, preocupar, adoração, afligir, reverenciar, culto, a adoração, o culto