Λιανικός στα πορτογαλικά
Μετάφραση: λιανικός, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
vender, ressurgir, varejo, retalho, a retalho, de varejo, retalhista
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: λιανικός
λιανικός λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, λιανικός στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- ληστεύω στα πορτογαλικά - rugir, saltear, pilhar, roubar, rugido, assaltar, Rob, ...
- λιάζομαι στα πορτογαλικά - aquecer, bask, relaxar, aproveitar, gozar
- λιβάδι στα πορτογαλικά - prado, prados, mim, meadow, do prado
- λιβάνι στα πορτογαλικά - incenso, de incenso, incense, o incenso, incensos
Τυχαίες λέξεις
Λιανικός στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: vender, ressurgir, varejo, retalho, a retalho, de varejo, retalhista
Μεταφράσεις: vender, ressurgir, varejo, retalho, a retalho, de varejo, retalhista