Μαστιγώνω στα πορτογαλικά
Μετάφραση: μαστιγώνω, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
chicote, relinchar, açoitar, flog, açoitá, bater, açoitam
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μαστιγώνω
μαστιγώνω το δελφίνι, μαστιγώνω λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, μαστιγώνω στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- μαστίζω στα πορτογαλικά - chicote, calamidade, relinchar, flagelo, praga, infestar, infestam, ...
- μαστίχα στα πορτογαλικά - colas, gengiva, golfo, cola, colar, mástique, mastique, ...
- μαστροπός στα πορτογαλικά - proxeneta, alcoviteiro, pimp, cafetão, chulo
- μασώ στα πορτογαλικά - mastigar, mastigação, mascar, masticate, mastigam, triturar, mastiga
Τυχαίες λέξεις
Μαστιγώνω στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: chicote, relinchar, açoitar, flog, açoitá, bater, açoitam
Μεταφράσεις: chicote, relinchar, açoitar, flog, açoitá, bater, açoitam