Οδός στα πορτογαλικά

Μετάφραση: οδός, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
rua, aerodinâmico, estrada, street, de rua, da rua, ruas
Οδός στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: οδός

οδός κασσάνδρας, οδός πανός, οδός αρκαδίας, οδός φυλής, οδός αθηνάς, οδός λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, οδός στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • οδυνηρός στα πορτογαλικά - terrível, abominável, doloroso, repugnante, dor, acabrunhar, mal, ...
  • οδυρμός στα πορτογαλικά - cordeiro, lamentar, lastimar, lamentação, lamento, pranto, lamentações, ...
  • οδόφραγμα στα πορτογαλικά - barricada, barricade, barreira, barricadas, barricada de
  • οδύνη στα πορτογαλικά - pesar, aflição, angústia, angústias, a angústia, angustia, anguish
Τυχαίες λέξεις
Οδός στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: rua, aerodinâmico, estrada, street, de rua, da rua, ruas