Πέτρα στα πορτογαλικά
Μετάφραση: πέτρα, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
pedras, lapidar, rochedo, robô, rocha, pedra, estômago, de pedra, pedra de, stone
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πέτρα
πέτρα ιορδανίας, πέτρα ψησίματος, πέτρα στη χολή, πέτρα βοιωτίας, πέτρα και μέλι, πέτρα λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, πέτρα στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- πέταγμα στα πορτογαλικά - arremessar, atirar, arremesso, lançar, voador, vôo, voando, ...
- πέτο στα πορτογαλικά - lapela, de lapela, lapel, da lapela, lapela de
- πέφτω στα πορτογαλικά - caducar, cair, fiel, roubar, anoitecer, lapso, queda, ...
- πέψη στα πορτογαλικά - sumário, digestão, digerir, a digestão, de digestão, digest�, digestão de
Τυχαίες λέξεις
Πέτρα στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: pedras, lapidar, rochedo, robô, rocha, pedra, estômago, de pedra, pedra de, stone
Μεταφράσεις: pedras, lapidar, rochedo, robô, rocha, pedra, estômago, de pedra, pedra de, stone