Tradicional στα ελληνικά

Μετάφραση: tradicional, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δοσοληψία, παραδοσιακός, κυκλοφορία, παραδοσιακό, παραδοσιακή, παραδοσιακά, παραδοσιακές
Tradicional στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • trabalhoso στα ελληνικά - τίτλος, κοπιαστικός, πολύμοχθος, κοπιώδης, επίπονος, επίπονο, επίπονη, ...
  • tractor στα ελληνικά - επάγγελμα, εμπόριο, επιτήδευμα, τρακτέρ, ελκυστήρα, ελκυστήρας, ελκυστήρων, ...
  • tradição στα ελληνικά - παράδοση, παραδοσιακός, παράδοσης, την παράδοση, η παράδοση
  • traduza στα ελληνικά - μετάφραση, μεταφράζω, μεταφράζουν, μεταφράσει, μεταφράσετε, μεταφράσουν
Τυχαίες λέξεις
Tradicional στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δοσοληψία, παραδοσιακός, κυκλοφορία, παραδοσιακό, παραδοσιακή, παραδοσιακά, παραδοσιακές