Παρεκκλίνω στα πορτογαλικά

Μετάφραση: παρεκκλίνω, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
definição, afastar, repercutir, desvio, sidetrack, adiar a solução de
Παρεκκλίνω στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: παρεκκλίνω

παρεκκλίνω αόριστος, παρεκκλίνω ετυμολογια, παρεκκλίνω μετάφραση, παρεκκλίνω στα αγγλικα, παρεκκλίνω σημασια, παρεκκλίνω λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, παρεκκλίνω στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • παρείσακτος στα πορτογαλικά - intruso, invasor, intrusos, intrusão, intruder
  • παρεκκλήσι στα πορτογαλικά - capela, Chapel, capela de, capela do
  • παρεκτρέπω στα πορτογαλικά - prazer, desconcentrar, diversão, afastar, portar-se mal, misbehave, se comportar mal, ...
  • παρεκτροπή στα πορτογαλικά - prazer, diversificar, recreio, aberração, diversão, desvio, desvios, ...
Τυχαίες λέξεις
Παρεκκλίνω στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: definição, afastar, repercutir, desvio, sidetrack, adiar a solução de