Πολλαπλασιασμός στα πορτογαλικά
Μετάφραση: πολλαπλασιασμός, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
multiplicação, de multiplicação, a multiplicação, multiplicação de, da multiplicação
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πολλαπλασιασμός
πολλαπλασιασμός τριανταφυλλιάς, πολλαπλασιασμός πινάκων, πολλαπλασιασμός με εναέριες καταβολάδες, πολλαπλασιασμός κλασμάτων, πολλαπλασιασμός αλόης, πολλαπλασιασμός λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, πολλαπλασιασμός στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- πολλά στα πορτογαλικά - bastante, assaz, muito, um monte, muitos, muitas, muita
- πολλαπλασιάζω στα πορτογαλικά - multiplicar, múltiplo, multiplicam, multiplique, se multiplicam, se multiplicar
- πολλαπλός στα πορτογαλικά - múltiplo, multinacional, múltiplos, múltipla, múltiplas, vários
- πολλοί στα πορτογαλικά - assaz, tantos, manuscrito, bastante, muitos, muito, um monte, ...
Τυχαίες λέξεις
Πολλαπλασιασμός στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: multiplicação, de multiplicação, a multiplicação, multiplicação de, da multiplicação
Μεταφράσεις: multiplicação, de multiplicação, a multiplicação, multiplicação de, da multiplicação