Πολλαπλασιασμός στα ολλανδικά

Μετάφραση: πολλαπλασιασμός, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
maal, keer, vermenigvuldiging, vermenigvuldigen, vermeerdering, vermenigvuldigingsfactor, de vermenigvuldiging
Πολλαπλασιασμός στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πολλαπλασιασμός

πολλαπλασιασμός τριανταφυλλιάς, πολλαπλασιασμός πινάκων, πολλαπλασιασμός με εναέριες καταβολάδες, πολλαπλασιασμός κλασμάτων, πολλαπλασιασμός αλόης, πολλαπλασιασμός λεξικό γλώσσας ολλανδικά, πολλαπλασιασμός στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • πολλά στα ολλανδικά - nogal, tamelijk, overvloed, vrij, basta, genoeg, veel, ...
  • πολλαπλασιάζω στα ολλανδικά - multipliceren, vermenigvuldigen, te vermenigvuldigen, vermenigvuldig, vermenigvuldigt, vermenigvuldigd
  • πολλαπλός στα ολλανδικά - veelvoudig, veelvoud, meervoudig, meerdere, verschillende, veelvoudige
  • πολλοί στα ολλανδικά - vrij, genoeg, tamelijk, veel, basta, nogal, overvloed, ...
Τυχαίες λέξεις
Πολλαπλασιασμός στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: maal, keer, vermenigvuldiging, vermenigvuldigen, vermeerdering, vermenigvuldigingsfactor, de vermenigvuldiging