Προσγειώνω στα πορτογαλικά

Μετάφραση: προσγειώνω, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
terras, nação, solo, solos, povo, aterrar, gente, lâmpada, país, chão, terra, desembarcar de avião, desembarcar, deplane, desembarca
Προσγειώνω στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: προσγειώνω

προσγειώνω βικιλεξικο, προσγειώνω λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, προσγειώνω στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • προσγείωση στα πορτογαλικά - aterragem, alumiar, aterrissagem, desembarque, patamar, pouso
  • προσγειώνομαι στα πορτογαλικά - nação, país, chão, lâmpada, terras, povo, solos, ...
  • προσδένω στα πορτογαλικά - amarre, lua, amarrar, dificuldade, puxão, engate, hitch, ...
  • προσδιορίζω στα πορτογαλικά - fixar, deliberar, julgar, determinar, dirimir, deteriorar, decidir, ...
Τυχαίες λέξεις
Προσγειώνω στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: terras, nação, solo, solos, povo, aterrar, gente, lâmpada, país, chão, terra, desembarcar de avião, desembarcar, deplane, desembarca