Povo στα ελληνικά
Μετάφραση: povo, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εθνικός, προσγειώνομαι, άνθρωπος, εξοχή, πιπεριά, έθνος, κόσμος, πιπέρι, έδαφος, πατρίδα, προσγειώνω, ακολουθώ, άνθρωποι, χώρα, ανθρώπους, άτομα, ανθρώπων, οι άνθρωποι
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- poupar στα ελληνικά - διάσωση, διασώζω, κρατώ, αποταμιεύω, εκτός, κατακρατώ, αποφεύγω, ...
- pousar στα ελληνικά - εγκαθίσταμαι, κανονίζω, γη, γης, της γης, γαιών, εκτάσεις
- povoado στα ελληνικά - χωριό, οικισμός, πόλη, πόλης, Town, της πόλης, Τάουν
- povoar στα ελληνικά - πληθυσμός, άνθρωποι, ανθρώπους, άτομα, ανθρώπων, οι άνθρωποι
Τυχαίες λέξεις
Povo στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εθνικός, προσγειώνομαι, άνθρωπος, εξοχή, πιπεριά, έθνος, κόσμος, πιπέρι, έδαφος, πατρίδα, προσγειώνω, ακολουθώ, άνθρωποι, χώρα, ανθρώπους, άτομα, ανθρώπων, οι άνθρωποι
Μεταφράσεις: εθνικός, προσγειώνομαι, άνθρωπος, εξοχή, πιπεριά, έθνος, κόσμος, πιπέρι, έδαφος, πατρίδα, προσγειώνω, ακολουθώ, άνθρωποι, χώρα, ανθρώπους, άτομα, ανθρώπων, οι άνθρωποι