Συμφιλιώνω στα πορτογαλικά
Μετάφραση: συμφιλιώνω, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
reconciliar, retribuir, conciliar, conciliação, conciliar a, conciliar o
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συμφιλιώνω
συμφιλιώνω λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, συμφιλιώνω στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- συμφιλίωση στα πορτογαλικά - reconciliação, conciliação, a reconciliação, de reconciliação, da reconciliação
- συμφιλιώνομαι στα πορτογαλικά - symfilionomai
- συμφορά στα πορτογαλικά - catástrofes, calamidade, catástrofe, tragédia, calamidades, calamity, a calamidade, ...
- συμφωνία στα πορτογαλικά - tratados, ajuste, acordo, anuir, convenção, concordar, contrato, ...
Τυχαίες λέξεις
Συμφιλιώνω στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: reconciliar, retribuir, conciliar, conciliação, conciliar a, conciliar o
Μεταφράσεις: reconciliar, retribuir, conciliar, conciliação, conciliar a, conciliar o