Σχισμή στα πορτογαλικά
Μετάφραση: σχισμή, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
entalhe, brecha, fenda, inclinação, ranhura, slot de, compartimento
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σχισμή
σχισμή sylvius, σχισμή της αφροδίτης, σχισμή στη γλώσσα, σχισμή του sylvius, σχισμή πρωκτού, σχισμή λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, σχισμή στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- σχηματίζω στα πορτογαλικά - modelar, forma, jeito, rasa, maneira, feitio, fascinante, ...
- σχηματισμός στα πορτογαλικά - formação, formação de, a formação, de formação, a formação de
- σχιστόλιθος στα πορτογαλικά - ardósia, lousa, slate, de ardósia, chapa
- σχολαστικός στα πορτογαλικά - estudioso, livresco, livresca, bookish, estudiosa
Τυχαίες λέξεις
Σχισμή στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: entalhe, brecha, fenda, inclinação, ranhura, slot de, compartimento
Μεταφράσεις: entalhe, brecha, fenda, inclinação, ranhura, slot de, compartimento