Τάξη στα πορτογαλικά

Μετάφραση: τάξη, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
categoria, classe, classe de, de classe, aula, classes
Τάξη στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: τάξη

τάξη αντίδρασης, τάξη εκπα, τάξη μαθητείας, τάξη δημιουργική με φαντασία αρκετή, τάξη αστεράτη, τάξη λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, τάξη στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • τάγμα στα πορτογαλικά - batalhão, batalhão de, Battalion, do batalhão, de batalhão
  • τάζω στα πορτογαλικά - votar, voto, promessa, promessa de, promessas, a promessa, compromisso
  • τάρτα στα πορτογαλικά - prostituta, azedo, tarte, tart, galdéria, galdéria da
  • τάση στα πορτογαλικά - tendências, inclinação, tender, tendência, acirrar, tendência de, evolução, ...
Τυχαίες λέξεις
Τάξη στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: categoria, classe, classe de, de classe, aula, classes