Τάξη στα ολλανδικά

Μετάφραση: τάξη, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
klasse, klas, categorie, classificeren, indelen, stand, class, de klasse
Τάξη στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: τάξη

τάξη αντίδρασης, τάξη εκπα, τάξη μαθητείας, τάξη δημιουργική με φαντασία αρκετή, τάξη αστεράτη, τάξη λεξικό γλώσσας ολλανδικά, τάξη στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • τάγμα στα ολλανδικά - bataljon, bataljon van, bataljon van de, het Bataljon van
  • τάζω στα ολλανδικά - belofte, toezegging, beloven, de belofte, beloften
  • τάρτα στα ολλανδικά - snol, zuur, taart, taartje, scherp, tart, scherpe
  • τάση στα ολλανδικά - neiging, trend, stroming, zin, aanvechting, strekking, richting, ...
Τυχαίες λέξεις
Τάξη στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: klasse, klas, categorie, classificeren, indelen, stand, class, de klasse