Φθονώ στα πορτογαλικά
Μετάφραση: φθονώ, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
ambiente, invejar, inveja, invejo, begrudge, lamente minimamente, má vontade
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: φθονώ
φθονώ συνώνυμα, σε φθονώ, φθονώ λεξικο, φθονώ λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, φθονώ στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- φθινοπωρινός στα πορτογαλικά - outonal, Autumnal, outono, de outono, outonais
- φθινόπωρο στα πορτογαλικά - outono, do outono, de outono, outono de, autumn
- φθορά στα πορτογαλικά - deterioração, decapitar, raspadura, decair, abrasão, desgaste, deteriorar, ...
- φθορισμός στα πορτογαλικά - fluorescência, de fluorescência, fluoresc�cia, fluorescência de, a fluorescência
Τυχαίες λέξεις
Φθονώ στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: ambiente, invejar, inveja, invejo, begrudge, lamente minimamente, má vontade
Μεταφράσεις: ambiente, invejar, inveja, invejo, begrudge, lamente minimamente, má vontade