Φουντώνω στα πορτογαλικά

Μετάφραση: φουντώνω, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
propagação, pulverizar, desenvolver, ungir, espalhar, pano, lambuzar, demitir, fogo, disparar, dispara, atirar
Φουντώνω στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: φουντώνω

φουντώνω συνώνυμα, φουντώνω λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, φουντώνω στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • φουντάρω στα πορτογαλικά - fountaro
  • φουντουκιά στα πορτογαλικά - aveleira, avelã, Cor de Avelã, hazel, Cor de Avelã Tanto
  • φουρνιά στα πορτογαλικά - fornada, lote, batch, de lote, em lotes
  • φουσκάλα στα πορτογαλικά - vesícula, bolha, bexiga, empolar, blister, de bolha, da bolha
Τυχαίες λέξεις
Φουντώνω στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: propagação, pulverizar, desenvolver, ungir, espalhar, pano, lambuzar, demitir, fogo, disparar, dispara, atirar