Εύπιστος στα ρωσικά

Μετάφραση: εύπιστος, Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
легковерный, доверчивый, доверчивы, доверчивых, легковерных
Εύπιστος στα ρωσικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εύπιστος

εύπιστος λεξικό γλώσσας ρωσικά, εύπιστος στα ρωσικά

Μεταφράσεις

  • εύκολος στα ρωσικά - уступчивый, свободный, нетрудный, плавный, спокойно, податливый, снисходительный, ...
  • εύκρατος στα ρωσικά - воздержанный, непьющий, умеренный, умеренно, умеренного, умеренной, умеренным
  • εύπορος στα ρωσικά - приток, состоятельный, изобилующий, подпор, богатый, зажиточный, изобильный, ...
  • εύρημα στα ρωσικά - выявлять, присмотреть, улучать, улучить, сыскать, считать, выглядеть, ...
Τυχαίες λέξεις
Εύπιστος στα ρωσικά - Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Μεταφράσεις: легковерный, доверчивый, доверчивы, доверчивых, легковерных