Αβεβαιότητα στα σουηδικά
Μετάφραση: αβεβαιότητα, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
tvivel, osäkerhet, osäkerheten, osäkerhets, osäkerhet som
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αβεβαιότητα
αβεβαιότητα των μετρήσεων, αβεβαιότητα συνώνυμο, αβεβαιότητα αγγλικά, αβεβαιότητα τύπου α, τυπική αβεβαιότητα, αβεβαιότητα λεξικό γλώσσας σουηδικά, αβεβαιότητα στα σουηδικά
Μεταφράσεις
- αβέβαιος στα σουηδικά - osäker, tveksam, oviss, osäkert, osäkra, osäkerhet
- αβαείο στα σουηδικά - kloster, klostret, abbey, abbeyen
- αβλεψία στα σουηδικά - förbiseende, tillsyn, tillsynen, övervakning, tillsyns, övervakningen
- αβρός στα σουηδικά - älskvärd, ädel, adlig, courtly, väluppfostradt, höviska, väluppfostrada, ...
Τυχαίες λέξεις
Αβεβαιότητα στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: tvivel, osäkerhet, osäkerheten, osäkerhets, osäkerhet som
Μεταφράσεις: tvivel, osäkerhet, osäkerheten, osäkerhets, osäkerhet som