Αβεβαιότητα στα τούρκικα
Μετάφραση: αβεβαιότητα, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
belirsizlik, belirsizliği, belirsizlikler, belirsizliğin
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αβεβαιότητα
αβεβαιότητα των μετρήσεων, αβεβαιότητα συνώνυμο, αβεβαιότητα αγγλικά, αβεβαιότητα τύπου α, τυπική αβεβαιότητα, αβεβαιότητα λεξικό γλώσσας τούρκικα, αβεβαιότητα στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- αβέβαιος στα τούρκικα - belirsiz, belirsizdir, belirsiz bir, belirsizlik, belirsizliğini
- αβαείο στα τούρκικα - manastır, abbey, Sinagog, The Abbey, Manastırı
- αβλεψία στα τούρκικα - kusur, gözetim, gözetimi, denetim, denetimi, bir gözetim
- αβρός στα τούρκικα - sevimli, soylu, ulu, kibar, zarif, saray, sarayla, ...
Τυχαίες λέξεις
Αβεβαιότητα στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: belirsizlik, belirsizliği, belirsizlikler, belirsizliğin
Μεταφράσεις: belirsizlik, belirsizliği, belirsizlikler, belirsizliğin