Plötsligt στα ελληνικά

Μετάφραση: plötsligt, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αιφνιδιαστικά, κοφτός, ξαφνικά, απότομα, ξαφνικά να, αιφνιδίως, αιφνίδια
Plötsligt στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • plöja στα ελληνικά - αλέτρι, οργώνω, Plough, Άροτρο, ενταφιασμού, Μηχανή ενταφιασμού
  • plötslig στα ελληνικά - κοφτός, ξαφνικός, αιφνίδιος, Αιφνίδια, Ξαφνική, Αιφνίδιου
  • poesi στα ελληνικά - στίχος, ποίηση, Ποίησης, η ποίηση, Ποιητές, Poetry
  • poet στα ελληνικά - ποιητής, ποιητή, ποιήτρια, ο ποιητής
Τυχαίες λέξεις
Plötsligt στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αιφνιδιαστικά, κοφτός, ξαφνικά, απότομα, ξαφνικά να, αιφνιδίως, αιφνίδια