Δόγμα στα σουηδικά
Μετάφραση: δόγμα, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
doktrin, läran, lära, doktrinen
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δόγμα
δόγμα του σοκ pdf, δόγμα τρούμαν, δόγμα κίσινγκερ, δόγμα μπρέζνιεφ, δόγμα 95, δόγμα λεξικό γλώσσας σουηδικά, δόγμα στα σουηδικά
Μεταφράσεις
- δωσίλογος στα σουηδικά - kollaboratörer, medarbetare, samarbetspartners, samarbetspartner, samarbetar
- δωσιδικία στα σουηδικά - ansvar, jurisdiktion, behörighet, behörig, domstols behörighet, behörighets
- δόκιμος στα σουηδικά - lärling, kadett, Cadet, kadetten, cadeten
- δόλιος στα σουηδικά - bedräglig, lurar, lurande, som lurar, lurking, lur
Τυχαίες λέξεις
Δόγμα στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: doktrin, läran, lära, doktrinen
Μεταφράσεις: doktrin, läran, lära, doktrinen