Ευεργετικός στα σουηδικά
Μετάφραση: ευεργετικός, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
nyttig, välgörande, fördelaktigt, fördelaktig, gynnsam, till nytta
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ευεργετικός
ευεργετικός συνώνυμο, ευεργετικός συνώνυμα, ευεργετικόσ υπολογισμόσ ποινήσ, ευεργετικός στα αγγλικά, ευεργετικός λεξικό γλώσσας σουηδικά, ευεργετικός στα σουηδικά
Μεταφράσεις
- ευεπηρέαστος στα σουηδικά - passible
- ευερέθιστος στα σουηδικά - exciterbara, exciterbar, retbara, excitable, lättretlig
- ευημερία στα σουηδικά - välgång, välstånd, framgång, medgång, välståndet, välfärd, välfärden
- ευημερώ στα σουηδικά - blomstra, framgång, frodas, lyckas, att blomstra
Τυχαίες λέξεις
Ευεργετικός στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: nyttig, välgörande, fördelaktigt, fördelaktig, gynnsam, till nytta
Μεταφράσεις: nyttig, välgörande, fördelaktigt, fördelaktig, gynnsam, till nytta