Sällsam στα ελληνικά

Μετάφραση: sällsam, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παράδοξος, μοναδικός, αλλόκοτος, αδερφή, ιδιόμορφος, ενικός, παράξενος, ενικό, μοναδική, μοναδικό, ενικού
Sällsam στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • sälja στα ελληνικά - εκποιώ, πουλώ, πωλούν, πωλήσει, πουλήσει, πωλεί, πουλήσουν
  • säljare στα ελληνικά - πωλητής, πωλητή, με πωλητή, τον πωλητή, Ο πωλητής είναι
  • sällskap στα ελληνικά - παρέα, εταιρία, θίασος, κοινωνία, ομήγυρη, σύντροφος, σύντροφο, ...
  • sällskaplig στα ελληνικά - κοινωνικός, κοινωνικό, κοινωνικότητα, κοινωνικοί, κοινωνικά
Τυχαίες λέξεις
Sällsam στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παράδοξος, μοναδικός, αλλόκοτος, αδερφή, ιδιόμορφος, ενικός, παράξενος, ενικό, μοναδική, μοναδικό, ενικού