Προικίζω στα σουηδικά

Μετάφραση: προικίζω, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
hemgift, Dower, hemgiften, Morgongåva
Προικίζω στα σουηδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: προικίζω

προικίζω λεξικό γλώσσας σουηδικά, προικίζω στα σουηδικά

Μεταφράσεις

  • προθάλαμος στα σουηδικά - förstuga, förrum, tambur, hall, vestibul, absid, vestibulen, ...
  • προθυμία στα σουηδικά - iver, villighet, vilja, viljan, beredvillighet
  • προικισμένος στα σουηδικά - begåvad, begåvade, kapabel, begåvat, duktig
  • προικοδότηση στα σουηδικά - kapital, kapitalförsäkring, begåvning, Storlek, begåvningen
Τυχαίες λέξεις
Προικίζω στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: hemgift, Dower, hemgiften, Morgongåva