Προικίζω στα τσεχικά

Μετάφραση: προικίζω, Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
vybavit, dotovat, obdařit, obdarovat, věno, Dower, vdovský podíl, vdovské, obdaroval
Προικίζω στα τσεχικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: προικίζω

προικίζω λεξικό γλώσσας τσεχικά, προικίζω στα τσεχικά

Μεταφράσεις

  • προθάλαμος στα τσεχικά - předpokoj, hala, předsíň, chodba, vestibul, zádveří, vestibulu, ...
  • προθυμία στα τσεχικά - pohotovost, ochota, chtivost, horlivost, hbitost, ochotu, vůle, ...
  • προικισμένος στα τσεχικά - nadaný, talentovaný, nadané, nadaná, nadaných, nadaní
  • προικοδότηση στα τσεχικά - nadace, dotace, věnování, dar, dotování, nadání, nadační, ...
Τυχαίες λέξεις
Προικίζω στα τσεχικά - Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Μεταφράσεις: vybavit, dotovat, obdařit, obdarovat, věno, Dower, vdovský podíl, vdovské, obdaroval