Αμφισβητούμενος στα τούρκικα
Μετάφραση: αμφισβητούμενος, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
tartışmalı, tartışmalıdır, tartışmalı bir, tartışma, ihtilaflı
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αμφισβητούμενος
αμφισβητούμενος συνώνυμο, αμφισβητούμενος λεξικό γλώσσας τούρκικα, αμφισβητούμενος στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- αμφιρρέπω στα τούρκικα - apışıp kalmak, ata biner gibi oturma, bacakları ayırma, bacaklarını ayırarak yürümek, ata biner gibi oturmak
- αμφισβητήσιμος στα τούρκικα - çekişmeli, kuşkulu, şüpheli, tartışmalı, sorgulanabilir, Akıllarda soru
- αμφισβητώ στα τούρκικα - kuşkulanmak, soru, bir soru, soru sor, sorusu, sorunu
- αμφισημία στα τούρκικα - belirsizlik, belirsizliği, muğlaklık, bir belirsizlik, belirsizliğin
Τυχαίες λέξεις
Αμφισβητούμενος στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: tartışmalı, tartışmalıdır, tartışmalı bir, tartışma, ihtilaflı
Μεταφράσεις: tartışmalı, tartışmalıdır, tartışmalı bir, tartışma, ihtilaflı