Αμφισβητούμενος στα γερμανικά

Μετάφραση: αμφισβητούμενος, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
volksversammlung, streit, umstritten, kontrovers, strittig, umstrittenen, umstrittene
Αμφισβητούμενος στα γερμανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αμφισβητούμενος

αμφισβητούμενος συνώνυμο, αμφισβητούμενος λεξικό γλώσσας γερμανικά, αμφισβητούμενος στα γερμανικά

Μεταφράσεις

  • αμφιρρέπω στα γερμανικά - schwanken, schwankern, spreizen, Grätsche, Straddle, Portal
  • αμφισβητήσιμος στα γερμανικά - umstritten, strittig, brisant, fragwürdig, fraglich, bedenklich, fragwürdige
  • αμφισβητώ στα γερμανικά - anzweifeln, zweifel, verruf, schande, bezweifeln, zweifeln, ungewissheit, ...
  • αμφισημία στα γερμανικά - Mehrdeutigkeit, Zweideutigkeit, Vieldeutigkeit, Ambiguität, Unklarheit
Τυχαίες λέξεις
Αμφισβητούμενος στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: volksversammlung, streit, umstritten, kontrovers, strittig, umstrittenen, umstrittene