Ανάχωμα στα τούρκικα
Μετάφραση: ανάχωμα, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kıyı, banka, yığın, küme, tümsek, höyük, höyüktür, höyüğü, bir höyüktür
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ανάχωμα
ανάχωμα ορισμός, ανάχωμα στην κρίση, ανάχωμα κομοτηνή, ανάχωμα συνώνυμα, ανάχωμα συνώνυμο, ανάχωμα λεξικό γλώσσας τούρκικα, ανάχωμα στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- ανάστημα στα τούρκικα - kurmak, yapmak, boy, boylu, stature, endamı
- ανάφλεξη στα τούρκικα - ateşleme, kontak, Kontağı, ateşlemeli
- ανέγερση στα τούρκικα - yapı, ereksiyon, montaj, montajı, konstrüksiyon montajı, montaj sırasında
- ανέκδοτο στα τούρκικα - fıkra, hikâye, anekdot, anekdotu, anecdote, bir anekdot
Τυχαίες λέξεις
Ανάχωμα στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: kıyı, banka, yığın, küme, tümsek, höyük, höyüktür, höyüğü, bir höyüktür
Μεταφράσεις: kıyı, banka, yığın, küme, tümsek, höyük, höyüktür, höyüğü, bir höyüktür