Λέξη: κόκαλο

Σχετικές λέξεις: κόκαλο

κόκκαλο βιβλιοδεσίας, κόκαλο ψαριού, κόκαλο ή κόκκαλο, κόκαλο από ψάρι στο λαιμό, κόκαλο ψαριού στο λαιμό, κόκαλο μύτης, κόκαλο στο λαιμό, κόκκαλο για παπούτσια, κόκαλο λεξικό, κόκαλο σουπιάς

Συνώνυμα: κόκαλο

οστό, κόκκαλο, υποδηματοσύρτης, κόκκαλο για παπούτσια

Μεταφράσεις: κόκαλο

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
bone, shoehorn, of bone, bone in
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
hueso, ósea, médula, óseo, de hueso
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
knochen, bein, gräte, Knochen, Knochens, Knochen-
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
os, osseux, arête, désosser, osseuse, l'os, moelle
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
osso, lisca, ossa, spina, osseo, ossea, midollo, dell'osso
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
osso, óssea, ósseo, ossos, do osso
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
bot, knok, schonk, been, bone, botten, het bot
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
кость, кастаньеты, домино, косточка, кости, костного, костей, костной
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
knokkel, bein, ben, bone, benet
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
ben, benet, benar, skelett, med ben
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
luonnonvalkoinen, ruoto, päntätä, luu, ruotia, luun, luuston, luuhun, luuta
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
knogle, ben, knoglen, knogler, udbenet
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
kostní, kost, kostra, kosti, kostí, kostního
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
szpik, kość, gnat, ość, kości, kostnego, bone, kostnej
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
halcsont, csont, szálka, csontok, a csont, csontot
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kemik, kemiği
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
кістку, кість, доміно, кіста, кісткова, кісту, кістка, кость, кістки
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
kockë, eshtër, asht, kockave, kocka, e kockave, e eshtrave
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
кост, костен, костния, костна, костната
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
костка, косць, костку, косьць
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
tuupima, luu, kondiga, luude, luukoe, luust
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
koštani, kost, kostur, kosti, koštane, kostiju, koštana
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
bein, beinum, beina, í beinum, beini
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
os
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kaulas, kaulų, kaulo, kaulais, su kaulais
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
asaka, kauls, kaulu, kaula, kauliem, kauli
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
коска, коските, коскена, коскената, коски
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
os, osoase, osoasă, osoasa, oase
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
kost, bone, kostna, kostnega, kostno
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
kosť, kosti, kost

Στατιστικά δημοτικότητας: κόκαλο

Τυχαίες λέξεις