Γεράκι στα τούρκικα

Μετάφραση: γεράκι, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
doğan, atmaca, şahin, boğazını temizlemek, açgözlü ve saldırgan tip, işportacılık yapmak
Γεράκι στα τούρκικα
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: γεράκι

γεράκι στο χώμα, γεράκι ηλείασ, γεράκι πετρίτης, γεράκι λακωνίας, γεράκι ηρακλείου, γεράκι λεξικό γλώσσας τούρκικα, γεράκι στα τούρκικα

Μεταφράσεις

  • γεννώ στα τούρκικα - yaratmak, filizlenmek, ayı, yapmak, parçalamak, Calve, Calvé, ...
  • γενοκτονία στα τούρκικα - soykırım, soykırımı, soykırımın, soykırımının, bir soykırım
  • γεράνι στα τούρκικα - sardunya, Geranium, ıtır, geraniyum
  • γερακάρης στα τούρκικα - Gerakaris
Τυχαίες λέξεις
Γεράκι στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: doğan, atmaca, şahin, boğazını temizlemek, açgözlü ve saldırgan tip, işportacılık yapmak