Διαφθορά στα τούρκικα

Μετάφραση: διαφθορά, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
rüşvet, bozulma, yolsuzluk, bozulması, yolsuzluğun
Διαφθορά στα τούρκικα
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διαφθορά

διαφθορά ορισμός, διαφθορά στην ελλάδα, διαφθορά αντωνυμο, διαφθορά συνώνυμο, διαφθορά και διαπλοκή οικονομική ελίτ μμε πολιτική ελίτ, διαφθορά λεξικό γλώσσας τούρκικα, διαφθορά στα τούρκικα

Μεταφράσεις

  • διαφημιστικός στα τούρκικα - reklâm, reklam, reklamcılık, ilanlar, ilana
  • διαφθείρω στα τούρκικα - ayartmak, ahlâkını bozmak, baştan çıkarmak
  • διαφορά στα τούρκικα - kavga, fark, farkı, farklılık, bir fark
  • διαφορετικά στα τούρκικα - farklı olarak, farklı, farklı bir, farklı şekilde, da farklı
Τυχαίες λέξεις
Διαφθορά στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: rüşvet, bozulma, yolsuzluk, bozulması, yolsuzluğun