Λασκάρω στα τούρκικα

Μετάφραση: λασκάρω, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
gevşetmek, laçka, engellemektedirler, kapalı durgun, durulmak
Λασκάρω στα τούρκικα
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: λασκάρω

λασκάρω λεξικό γλώσσας τούρκικα, λασκάρω στα τούρκικα

Μεταφράσεις

  • λαρδί στα τούρκικα - domuz yağı, lard, domuz, Şpig
  • λαρυγγικός στα τούρκικα - gırtlaksı, guttural, gırtlaktan, gırtlak, kısık
  • λασπωμένος στα τούρκικα - çamurlu, kirli, çamurlu bir, çamur, muddy
  • λασπωτήρας στα τούρκικα - çamurluk, için kanat, çamurluklar, Çamurluk Bağlantı, çamurluğu
Τυχαίες λέξεις
Λασκάρω στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: gevşetmek, laçka, engellemektedirler, kapalı durgun, durulmak