Μετριόφρονας στα τούρκικα
Μετάφραση: μετριόφρονας, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
alçakgönüllü, mütevazi, mütevazi bir, iddiasız, gösterişsiz
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μετριόφρονας
μετριόφρονας λεξικό γλώσσας τούρκικα, μετριόφρονας στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- μετριοφροσύνη στα τούρκικα - tevazu, alçakgönüllülük, alçak gönüllülük, mütevazılık
- μετριότητα στα τούρκικα - sıradanlık, mediocrity, vasatlıktır, vasatlık, vasattı
- μετριόφρων στα τούρκικα - küçük, az, mütevazi, mütevazı, mütevazı bir, ılımlı, alçakgönüllü
- μετρώ στα τούρκικα - ölçek, kont, standart, tedbir, ölçü, ölçmek, saymak, ...
Τυχαίες λέξεις
Μετριόφρονας στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: alçakgönüllü, mütevazi, mütevazi bir, iddiasız, gösterişsiz
Μεταφράσεις: alçakgönüllü, mütevazi, mütevazi bir, iddiasız, gösterişsiz