Σύγκλιση στα τούρκικα
Μετάφραση: σύγκλιση, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yakınsama, yakınsaklık, yakınlaşma, yakınsaması, yakınsaklığı
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σύγκλιση
σύγκλιση σειρών, σύγκλιση ακολουθιών, σύγκλιση λεξικό, σύγκλιση ή σύγκληση, σύγκλιση ετυμολογία, σύγκλιση λεξικό γλώσσας τούρκικα, σύγκλιση στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- σόμπα στα τούρκικα - radyatör, soba, sobası, ocak, fırın, ocakları
- σύγκληση στα τούρκικα - toplantı, toplantı günü, toplantı günü olacaktır, toplantı günüdür, toplantı düzenleyecek
- σύγκριση στα τούρκικα - karşılaştırma, karşılaştırması, karşılaştırılması, comparison, kıyaslama
- σύγκρουση στα τούρκικα - çarpışma, çarpma, çatışma, çakışma, çatışması, çakışması, uyuşmazlık
Τυχαίες λέξεις
Σύγκλιση στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: yakınsama, yakınsaklık, yakınlaşma, yakınsaması, yakınsaklığı
Μεταφράσεις: yakınsama, yakınsaklık, yakınlaşma, yakınsaması, yakınsaklığı