Εφαρμοστός στα τσεχικά
Μετάφραση: εφαρμοστός, Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
vhodný, těsný, přiléhavé
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εφαρμοστός
εφαρμοστός λεξικό γλώσσας τσεχικά, εφαρμοστός στα τσεχικά
Μεταφράσεις
- εφάπτομαι στα τσεχικά - připojit, sousedit, hraničit, osculate
- εφαρμογή στα τσεχικά - vykonání, přiložení, realizace, uskutečnění, vymáhání, přihláška, provádění, ...
- εφαρμόζω στα τσεχικά - vykonávat, přiložit, upotřebit, obrátit, použít, věnovat, žádat, ...
- εφαρμόσιμος στα τσεχικά - vhodný, živý, schůdný, uskutečnitelný, použitelný, použitelné, použitelná, ...
Τυχαίες λέξεις
Εφαρμοστός στα τσεχικά - Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Μεταφράσεις: vhodný, těsný, přiléhavé
Μεταφράσεις: vhodný, těsný, přiléhavé