Pykälä στα ελληνικά
Μετάφραση: pykälä, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παράγραφος, βαθουλώνω, πτυχίο, τομή, βηματίζω, τμήμα, ρήτρα, βαθούλωμα, άρθρο, βήμα, στραπατσάρισμα, διάβημα, εγκοπή, τρύπα, βαθμός, ενότητα, παράγραφο, τμήματος, σημείο
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- pyhäkkö στα ελληνικά - λάρνακα, παρεκκλήσι, καταφύγιο, βωμός, λειψανοθήκη, ναός, ιερό, ...
- pyhättö στα ελληνικά - λάρνακα, παρεκκλήσι, καταφύγιο, ιερό, ιερού, αγιαστήριο, άδυτο
- pylpyrä στα ελληνικά - τροχός, ρόδα, τροχαλία, τροχαλίας, έλξεως, καρύλιο, sheave
Τυχαίες λέξεις
Pykälä στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παράγραφος, βαθουλώνω, πτυχίο, τομή, βηματίζω, τμήμα, ρήτρα, βαθούλωμα, άρθρο, βήμα, στραπατσάρισμα, διάβημα, εγκοπή, τρύπα, βαθμός, ενότητα, παράγραφο, τμήματος, σημείο
Μεταφράσεις: παράγραφος, βαθουλώνω, πτυχίο, τομή, βηματίζω, τμήμα, ρήτρα, βαθούλωμα, άρθρο, βήμα, στραπατσάρισμα, διάβημα, εγκοπή, τρύπα, βαθμός, ενότητα, παράγραφο, τμήματος, σημείο