Φορτηγάκι στα φινλανδικά
Μετάφραση: φορτηγάκι, Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
eturyhmä, tunnustelijat, pakettiauto, van
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: φορτηγάκι
φορτηγάκι vw, φορτηγάκι μεταχειρισμένο, φορτηγάκι έπεσε από ύψος 8 μέτρων στην παραλία-νεκρός ο οδηγός, piaggio φορτηγάκι, φορτηγάκι ανατροπη, φορτηγάκι λεξικό γλώσσας φινλανδικά, φορτηγάκι στα φινλανδικά
Μεταφράσεις
- φορτίζω στα φινλανδικά - lasti, kuorma, kuormata, mättää, panostaa, pakata, hyötykuorma, ...
- φορτίο στα φινλανδικά - sälyttää, taakka, rasitus, kuorma, lasti, kuormitus, kuorman, ...
- φορτηγό στα φινλανδικά - kippiauto, kuorma-auto, kuormuri, rekka, vastapainotrukit, trukki
- φορτικός στα φινλανδικά - vetoava, hellittämätön, itsepintainen
Τυχαίες λέξεις
Φορτηγάκι στα φινλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Μεταφράσεις: eturyhmä, tunnustelijat, pakettiauto, van
Μεταφράσεις: eturyhmä, tunnustelijat, pakettiauto, van