Ametüst στα ελληνικά

Μετάφραση: ametüst, Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
εσθονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αμέθυστος, αμέθυστο, αμέθυστου
Ametüst στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • ametnik στα ελληνικά - επίσημος, αξιωματικός, υπάλληλος, υπάλληλο, αξιωματικού, αξιωματικό
  • ametnikkond στα ελληνικά - γραφειοκρατία, γραφειοκρατών, υπαλληλοκρατία, λειτουργοί, επίσημοι
  • ametüstpunane στα ελληνικά - αμέθυστος
  • amfiiblennuk στα ελληνικά - αμφίβιο, αμφιβίων, αμφιβίου, των αμφιβίων, αμφίβιου αεροπλάνου
Τυχαίες λέξεις
Ametüst στα ελληνικά - Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αμέθυστος, αμέθυστο, αμέθυστου