Ametikoht στα ελληνικά

Μετάφραση: ametikoht, Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
εσθονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τοποθετώ, θέση, θώκος, τοποθεσία, γραφείο, ταχυδρομείο, μετά, υστέρων, μετά την
Ametikoht στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • ametiisik στα ελληνικά - αξιωματικός, επίσημος, επίσημες, επίσημη, επίσημων, επίσημο
  • ametikaaslane στα ελληνικά - συνεργάτης, συνάδελφο, συνάδελφος, συνεργάτη, συναδέλφου
  • ametikõrgendus στα ελληνικά - προαγωγή, ανάδειξη, προώθηση, προβιβασμός, προζύμη, προζύμης, προτίμηση του
  • ametilähetus στα ελληνικά - επίσημο, επίσημη, επίσημες, επίσημων, την επίσημη
Τυχαίες λέξεις
Ametikoht στα ελληνικά - Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τοποθετώ, θέση, θώκος, τοποθεσία, γραφείο, ταχυδρομείο, μετά, υστέρων, μετά την