Θώκος στα εσθονικά
Μετάφραση: θώκος, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
büroo, ametikoht, kleit, Short gown, gown
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: θώκος
ο θώκος, υπουργικός θώκος, θώκος σημαίνει, οικολογικόσ θώκοσ, θώκος ορισμός, θώκος λεξικό γλώσσας εσθονικά, θώκος στα εσθονικά
Μεταφράσεις
- θύμα στα εσθονικά - vigastatu, ohver, fataalsus, kaotus, kannatanu, õnnetusjuhtum, ohvri, ...
- θύρα στα εσθονικά - värav, uks, ukse, door, ust, uksest
- ιαγουάρος στα εσθονικά - jaaguar, Jaguar, jaaguari, Jaguari
- ιατρείο στα εσθονικά - kirurgia, lõikus, operatsioon, ambulants, ravimilaost, dispanser, apteegi, ...
Τυχαίες λέξεις
Θώκος στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: büroo, ametikoht, kleit, Short gown, gown
Μεταφράσεις: büroo, ametikoht, kleit, Short gown, gown