Asetäitja στα ελληνικά
Μετάφραση: asetäitja, Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
εσθονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
θυρωρός, επιστάτης, αναπληρωτής, αναπληρωτή, ο αναπληρωτής, αντιπρόεδρος, αναπληρωτών
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- asetamine στα ελληνικά - διάθεση, τοποθέτηση, διάθεσης, κυκλοφορία, τη διάθεση
- asetus στα ελληνικά - διακανονισμός, τοποθέτηση, ετοιμασία, τακτοποίηση, διευθέτηση, θέση, θέσης, ...
- asevalitseja στα ελληνικά - αντικαταστάτης, vicegerent
- asfalt στα ελληνικά - γλίτσα, άσφαλτος, άσφαλτο, ασφάλτου, ασφαλτοστρωμένο, ασφαλτική
Τυχαίες λέξεις
Asetäitja στα ελληνικά - Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: θυρωρός, επιστάτης, αναπληρωτής, αναπληρωτή, ο αναπληρωτής, αντιπρόεδρος, αναπληρωτών
Μεταφράσεις: θυρωρός, επιστάτης, αναπληρωτής, αναπληρωτή, ο αναπληρωτής, αντιπρόεδρος, αναπληρωτών