Bensiin στα ελληνικά

Μετάφραση: bensiin, Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
εσθονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αέριο, βενζίνη, βενζίνης, τη βενζίνη, πετρελαίου, πετρέλαιο
Bensiin στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • batist στα ελληνικά - βατίστα, cambric, λινός
  • batsill στα ελληνικά - βακτήριο, μικρόβιο, βακίλλος, βάκιλο, βάκιλος
  • berüll στα ελληνικά - βηρύλλος, Βήρυλλο, βήρυλλος, Beryl, το Beryl
  • betoon στα ελληνικά - μπετό, συγκεκριμένος, σκυρόδεμα, μπετόν, σκυροδέματος, συγκεκριμένα, συγκεκριμένες, ...
Τυχαίες λέξεις
Bensiin στα ελληνικά - Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αέριο, βενζίνη, βενζίνης, τη βενζίνη, πετρελαίου, πετρέλαιο