Dedutseerima στα ελληνικά
Μετάφραση: dedutseerima, Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
εσθονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εκπίπτω, συμπεραίνω, συνάγω, συναγάγει, συμπεράνουμε, να συναγάγει
Μεταφράσεις
- deduktiivne στα ελληνικά - επαγωγικός, αφαιρετικής, απαγωγική, επαγωγική, απαγωγικό
- deduktsioon στα ελληνικά - έκπτωση, αφαίρεση, έκπτωσης, την αφαίρεση, εκπτώσεως
- deebet στα ελληνικά - χρέωση, χρεωστική, χρεωστικές, χρεωστικής, χρεωστικών
- deebitor στα ελληνικά - οφειλέτης, οφειλέτη, του οφειλέτη, χρεώστη, υπόχρεος
Τυχαίες λέξεις
Dedutseerima στα ελληνικά - Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εκπίπτω, συμπεραίνω, συνάγω, συναγάγει, συμπεράνουμε, να συναγάγει
Μεταφράσεις: εκπίπτω, συμπεραίνω, συνάγω, συναγάγει, συμπεράνουμε, να συναγάγει