Eristamine στα ελληνικά

Μετάφραση: eristamine, Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
εσθονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διάκριση, διακρίσεις, διαφορά, διαφοροποίηση, διαφοροποίησης, τη διαφοροποίηση
Eristamine στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • eripalgeline στα ελληνικά - ποικίλος, ποικίλες, ποικίλο, ποικίλη, πλούσιο
  • eristama στα ελληνικά - διαφοροποιώ, διάκριση, διακρίνουν, διακρίνει, διακρίνουμε, γίνει διάκριση
  • eristatav στα ελληνικά - ευδιάκριτος, αναγνωρίσιμα, αναγνωρίσιμες, αναγνωρίσιμο, αναγνωρίσιμη, αναγνωρίσιμων
  • eristatud στα ελληνικά - απομονωμένος, αναλυτικά, αναλυτικών, αναλυτικές, τα αναλυτικά, αναλυτικότερο
Τυχαίες λέξεις
Eristamine στα ελληνικά - Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διάκριση, διακρίσεις, διαφορά, διαφοροποίηση, διαφοροποίησης, τη διαφοροποίηση