Διακρίσεις στα εσθονικά

Μετάφραση: διακρίσεις, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
eristamine, diskriminatsioon, diskrimineerimine, diskrimineerimise, diskrimineerimist, diskrimineerimisega, diskrimineerimise vastu
Διακρίσεις στα εσθονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διακρίσεις

διακρίσεις διοικητικών πράξεων, διακρίσεις των νόμων, διακρίσεις σε βάρος των γυναικών, διακρίσεις εις βάρος των γυναικών στην ελλάδα, διακρίσεις λόγω φύλου στην εργασία, διακρίσεις λεξικό γλώσσας εσθονικά, διακρίσεις στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • διακοπή στα εσθονικά - katkestamine, seisatuma, vallandustasu, koondamishüvitis, peatuma, peatama, katkestus, ...
  • διακοσμώ στα εσθονικά - dekoreerima, ehtima, litter, spangle, Kaunistab paljetein, Palett
  • διακριτικό στα εσθονικά - tähised, ametimärk, embleem, eriline, eristusvõime, eristav, eristavaid, ...
  • διακριτικός στα εσθονικά - diskreetne, mittepidev, eraldiseisev, tagasihoidlik, eriline, eristusvõime, eristav, ...
Τυχαίες λέξεις
Διακρίσεις στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: eristamine, diskriminatsioon, diskrimineerimine, diskrimineerimise, diskrimineerimist, diskrimineerimisega, diskrimineerimise vastu